- ὑπαγορεύεται
- ὑπαγορεύωdictatepres ind mp 3rd sgὑπαγορεύωdictatepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική … Dictionary of Greek
αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και … Dictionary of Greek
ηθικισμός — ο (φιλοσ.) 1. αυστηρή προσήλωση στους ηθικούς ή θρησκευτικούς κανόνες, πουριτανισμός, αυστηρότητα, εγκράτεια 2. (κατά τον Καντ) η θεωρία που αρνείται να αναγνωρίσει ηθική αξία σε πράξεις καθοριζόμενες από άλλα κίνητρα, εκτός από τον σεβασμό προς… … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… … Dictionary of Greek
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… … Dictionary of Greek
Γιάσπερς, Καρλ — (Karl Jaspers, Όλντενμπουργκ 1883 – 1969). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχοπαθολόγος. Έφτασε στη φιλοσοφία από την ιατρική και την ψυχοπαθολογία, με την οποία ασχολήθηκε σε δύο έργα: Γενική ψυχοπαθολογία (1913) και Ψυχολογία τωνκοσμοθεωριών (1919).… … Dictionary of Greek